Το εγχείρημα της συγγραφής του εγχειριδίου ιστορίας ξεκινά με τη συγκρότηση της ομάδας εργασίας και τη συμμετοχή στον ανοιχτό διαγωνισμό που προκηρύσσει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Μάιος 2003) για τη δημιουργία εκπαιδευτικών πακέτων για το σύνολο των σχολικών μαθημάτων του δημοτικού σχολείου.
Η συγγραφική ομάδα αποτελείται από τη Μαρία Ρεπούση, Ιστορικό, Επίκουρη Καθηγήτρια Ιστορίας και διδακτικής της ιστορίας στο ΠΤΔΕ του ΑΠΘ, το 2003, που αναλαμβάνει και την επιστημονική ευθύνη του έργου, τη Χαρά Ανδρεάδου, δασκάλα, απόφοιτο του Ιστορικού Αρχαιολογικού Τμήματος του ΑΠΘ, τον Άρη Πουταχίδη, δάσκαλο, με μετεκπαίδευση και 20ετή διδακτική προϋπηρεσία, και τον Αρμόδιο Τσιβά, δάσκαλο, υποψήφιο διδάκτορα στο ΠΤΔΕ του ΑΠΘ.
Η συγγραφική ομάδα εκτός από την ατομική εμπειρία και γνώση των μελών της στα ζητήματα που αφορούν τη διδασκαλία και τη μάθηση στην ιστορία, διαθέτει πολύχρονη συλλογική εμπειρία καθώς τα μέλη της έχουν συνεργαστεί α) στο «Πρόγραμμα Επαγγελματικής και Ακαδημαϊκής Αναβάθμισης Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης», β) στο πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ - Εκπαίδευση και Πολιτισμός» και γ) στην παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού για τις ανάγκες των παραπάνω προγραμμάτων. Αποφασίζει να πάρει μέρος στο Διαγωνισμό, προκειμένου να δημιουργήσει εκπαιδευτικό υλικό που να στηρίζεται στην έρευνα, θεωρητική και εμπειρική, της διδακτικής της ιστορίας και να λειτουργεί ως μέσον για την ανανέωση του μαθήματος της ιστορίας. Η εμπειρία της αλλά και οι έρευνες έχουν αναδείξει το αδιέξοδο μιας μαθησιακής διαδικασίας που στηρίζεται στην αποστήθιση και αναπαραγάγει στερεότυπα που εμποδίζουν την ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης. Αποφασίζει επίσης να υποβάλει υποψηφιότητα μόνο για ένα εγχειρίδιο ιστορίας και να το κάνει ανεξάρτητα από κάποιον εκδοτικό οίκο. Στο σύνολο των υποψηφιοτήτων για τη συγγραφή των νέων βιβλίων, οι 31 ήταν ενώσεις φυσικών προσώπων και 53 ήταν ομάδες εκδοτικών οίκων.
Το σχολικό εγχειρίδιο «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια» προκύπτει συνεπώς από μια θεσμική διαδικασία αντικατάστασης των σχολικών εγχειριδίων που διδάσκονταν τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια και την επιθυμία της συγγραφικής ομάδας να συμμετάσχει ενεργά στην ανανέωσή τους. Η όλη προσπάθεια αποτελεί μια απόπειρα προσαρμογής των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας σε σύγχρονα θεωρητικά και ερευνητικά δεδομένα για την ιστορία, την ιστορική εκπαίδευση και την ιστορική καλλιέργεια των παιδιών. Μια προσπάθεια επανακαθορισμού της ιστορικής εκπαίδευσης αξιοποιώντας τις όποιες δυνατότητες αναδύονται από τα επίσημα προγράμματα σπουδών (ΑΠΣ και ΔΕΠΠΣ) στα οποία στηρίζονται τα εγχειρίδια αυτά.

Η διαδικασία συμμετοχής στο διαγωνισμό προϋποθέτει τη δημιουργία και την κατάθεση δείγματος εργασίας (Αύγουστος 2003), που τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, σύμφωνα με τη προκήρυξη του έργου, αποτελούν και το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης στην προοπτική ανάληψης της συνολικής συγγραφής.
Με βάση τη διαδικασία αυτή κατατίθεται η 4η Ενότητα του εγχειριδίου (Η Ελλάδα γίνεται ανεξάρτητο κράτος), σύμφωνα με την πρόταση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, η οποία αναπτύσσεται σε 27 σελίδες στο βιβλίο του μαθητή και της μαθήτριας, σε 8 σελίδες στο τετράδιο δραστηριοτήτων και σε 35 σελίδες στο βιβλίου εκπαιδευτικού. (Δείγμα εργασίας 70 σελίδων που αντιστοιχεί στο ¼ του συνολικού εκπαιδευτικού πακέτου: Βιβλίο μαθητή και μαθήτριας 140 σελίδες, τετράδιο δραστηριοτήτων 50 σελίδες, και βιβλίο εκπαιδευτικού 110 σελίδες)
Το δείγμα εργασίας σε ό,τι αφορά το βιβλίο του μαθητή και της μαθήτριας περιλαμβάνει: α) τη σελίδα περιεχομένων με αναλυτική καταγραφή του συνόλου των ενοτήτων (5) και των κεφαλαίων (50), β) τους προοργανωτές του εγχειριδίου σε 3 σελίδες για τη ευχερέστερη αξιοποίηση του προτεινόμενου υλικού, γ) την εισαγωγική σελίδα στην Ενότητα, δ) τρεις σελίδες για κάθε ένα από τα επτά κεφάλαια της Ενότητας, και ε) τη σελίδα ανακεφαλαίωσης της Ενότητας.
Το τετράδιο δραστηριοτήτων περιλαμβάνει 7 σελίδες που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη Ενότητα και αναπτύσσονται 16 επιμέρους δραστηριότητες – εργασίες.
Το βιβλίο εκπαιδευτικού περιλαμβάνει 35 σελίδες όπου αναπτύσσονται: α) η σελίδα περιεχομένων, β) ο ενδεικτικός ετήσιος προγραμματισμός, γ) οι στόχοι/μαθησιακά οφέλη κατά ενότητα δ) η μεθοδολογική προσέγγιση, ε) ο σχολιασμός των ιστορικών πηγών αναπτύσσοντας το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο δημιουργίας τους, στ) οι απαντήσεις των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται σε κάθε κεφάλαιο, και ζ) η προτεινόμενη βιβλιογραφία για την Ενότητα.

Η αξιολόγηση του δείγματος εργασίας γίνεται από τριμελή επιτροπή που συγκροτείται μετά από κλήρωση από τον κατάλογο αξιολογητών που έχει συγκροτήσει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Η επιτροπή αξιολόγησης για το εκπαιδευτικό πακέτο ιστορίας για τη στ΄ δημοτικού αποτελείται από: α) την Αθανασία Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, β) τον Απόστολο Καραπαπά, σχολικό σύμβουλο, και γ) την Δέσποινα Μουζάλα, εκπαιδευτικό με μεταπτυχιακές σπουδές στη διδακτική της ιστορίας. Η διαδικασία αυτή υιοθετήθηκε για όλα τα δείγματα γραφής που κατατέθηκαν. Ένας πανεπιστημιακός, ένας σχολικός σύμβουλος και ένας εκπαιδευτικός της αντίστοιχης βαθμίδας μετά από κλήρωση στις αντίστοιχες λίστες που είχαν προηγηθεί αποτέλεσαν τις επιτροπές τόσο για την αξιολόγηση των αρχικών δειγμάτων γραφής όσο και για την παρακολούθηση της συγγραφής των εκπαιδευτικών βιβλίων.
Το δείγμα εργασίας που κατατέθηκε συγκέντρωσε 276,33/300 μονάδες, 92,11% ποσοστό μεγαλύτερο από όλα τα δείγματα γραφής που κατατέθηκαν για το μάθημα της ιστορίας σε όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου και το δεύτερο σε σειρά από τα δείγματα που κατατέθηκαν για όλα τα μαθήματα.

Η α΄ έκδοση …
Μετά την ανακοίνωση της τελικής αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών (13.10.2003) υπογράφεται την 15.10.2003 η Σύμβαση του έργου με την υποχρέωση περαίωσης της διαδικασίας σε εννέα μήνες, με την κατάθεση του συνολικού εκπαιδευτικού πακέτου σε τρεις φάσεις.
Το έργο της ομάδας συγγραφής πλαισιώνεται από τον εικονογράφο Κώστα Αρώνη και τη φιλολογική επιμέλεια των κειμένων αναλαμβάνει η Γεωργία Ρογάρη, οι οποίοι επιλέγονται από τους πίνακες εικονογράφων και φιλολόγων αντίστοιχα, που έχει συγκροτήσει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για τα εκπαιδευτικά πακέτα του δημοτικού και του νηπιαγωγείου.
Ακολουθεί η εμπρόθεσμη παράδοση των τριών επιμέρους μερών: α) 1ο μέρος την 15.01.2004, β) 2ο μέρος την 15.04.2004, και γ) 3ο μέρος την 15.07.2004.
Μετά την κατάθεση κάθε μέρους του συνολικού εκπαιδευτικού πακέτου, και στο πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεών της, η συγγραφική ομάδα δέχεται την κρίση και τις αξιολογικές εκθέσεις των μελών της επιτροπής αξιολόγησης και τις παρατηρήσεις του υπευθύνου του έργου για το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Παράλληλα με την κατάθεση των υπολοίπων μερών του εκπαιδευτικού πακέτου, η ομάδα εργασίας προχωρά στην αναθεώρηση σημείων και στοιχείων των κατατιθεμένων μερών και επανακαταθέτει τις νέες αναθεωρημένες εκδόσεις προς κρίση. Στην αναθεώρηση των σχετικών ενοτήτων λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις της επιτροπής αξιολόγησης και οι διορθωτικές παρεμβάσεις του υπευθύνου του μαθήματος. Υιοθετείται το σύνολο των παρατηρήσεων που: α) συμφωνούν με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, το ΔΕΠΠΣ και τις προδιαγραφές συγγραφής σχολικών εγχειριδίων του ΠΙ, β) στηρίζονται στα αντίστοιχα ιστοριογραφικά επιστημονικά δεδομένα και γ) δεν αναιρούν τη βασική φιλοσοφία και τις αρχές συγγραφής του εκπαιδευτικού πακέτου για τις οποίες η συγγραφική ομάδα αξιολογήθηκε με βάση το δείγμα γραφής της και επιλέχθηκε ως η πλέον κατάλληλη.
Έτσι, κατατίθεται εκ νέου το αναθεωρημένο 1ο μέρος (Ενότητες 1η & 2η) την 10.5.2004, το αναθεωρημένο 2ο μέρος (Ενότητες 3η & 4η) την 9.11.2004 και την 21.4.2005 κατατίθεται το συνολικό εκπαιδευτικό πακέτο (Ενότητες 1-5) ενσωματώνοντας τις συνολικές κρίσεις – αξιολογήσεις που έχουν διατυπωθεί, και που είναι συμβατές με τις ιστοριογραφικές και διδακτικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το εκπαιδευτικό υλικό. Δεν υιοθετούνται για παράδειγμα παρατηρήσεις του Υπευθύνου του μαθήματος της ιστορίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση οι οποίες προκρίνουν στερεοτυπικές, σχολικές και όχι ιστορικές, αντιλήψεις.
Το σχολικό εγχειρίδιο εγκρίνεται, στο σύνολό του, με απόφαση του Τμήματος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου την 31.5.2005. Ακολουθεί η διαδικασία των προεκτυπωτικών εργασιών, που ολοκληρώνονται στο τέλος Σεπτεμβρίου 2005, και εντάσσεται στην εκπαιδευτική διαδικασία το Σεπτέμβριο του 2006.

Η αναμόρφωση των ΑΠΣ, η εισαγωγή των ΔΕΠΠΣ και οι νέες διδακτικές μέθοδοι που προκρίνουν τα περισσότερα εγχειρίδια θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Παρά τις αρχικές, σαφείς δεσμεύσεις για την ανάπτυξη ενός οργανωμένου προγράμματος επιμόρφωσης με την ενεργή συμμετοχή των συγγραφικών ομάδων που θα καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών, προκρίνεται ένα ολιγόωρο σχήμα επιμόρφωσης πολλαπλασιαστών που αναλαμβάνουν τη διάχυση των νέων μεθόδων και στρατηγικών.
Παρακάμπτεται, επίσης, η εκφρασμένη αρχική βούληση για την πιλοτική εφαρμογή των εγχειριδίων σε συνθήκες πραγματικής σχολικής χρήσης και αξιοποίησής τους πριν εισαχθούν στο συνολικό μαθητικό πληθυσμό. Πιλοτική εφαρμογή, η οποία θα προσέφερε σημαντικά στην αναμόρφωση - αναθεώρηση σημείων και στοιχείων του εκπαιδευτικού υλικού και θα προλάμβανε πολλές από τις ασάφειες, παρανοήσεις και δυσκολίες που ακολούθησαν.
Η απουσία ενός ουσιαστικού διαλόγου με την επιστημονική και την εκπαιδευτική κοινότητα σε όψεις των νέων μεθόδων και πρακτικών που προσκομίζουν τα σχολικά εγχειρίδια οδηγεί από νωρίς σε μια απαξίωση της όλης διαδικασίας καθώς βρίσκονται προ τετελεσμένων γεγονότων χωρίς τη γόνιμη παρέμβαση και τη δημόσια διαβούλευση.
Η επιμορφωτική διαδικασία που υιοθετείται αναδεικνύει το ευρύτερο πλαίσιο των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και πρακτικών που ταλαιπωρούν την εκπαιδευτική κοινότητα. Χωρίς καμιά δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη και διαμόρφωση των αποφάσεων και τον καταιγισμό νέων πληροφοριών, σε ασφυκτικά χρονικά δεδομένα, χωρίς τη δυνατότητα πρόσβασης στο έντυπο υλικό οι εκπαιδευτικοί καλούνται να «δουν» τα νέα εγχειρίδια χωρίς ουσιαστικά να τους δίνεται η δυνατότητα ουσιαστικής διαβούλευσης.
Η επιμορφωτική καμπάνια ξεκινά, το Δεκέμβριο του 2005, με τους σχολικούς συμβούλους όλης της χώρας, οι οποίοι καλούνται σε διάστημα δύο ημερών να παρακολουθήσουν ολιγόλεπτες παρουσιάσεις των νέων εγχειριδίων από μέλη των συγγραφικών ομάδων. Στη συνέχεια, στη βάση αυτής της αρχικής «επιμόρφωσης» οι σχολικοί σύμβουλοι αναλαμβάνουν να πληροφορήσουν τους εκπαιδευτικούς των περιφερειών τους, με τη συνδρομή, συχνά, μελών των συγγραφικών ομάδων, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η δεύτερη φάση της επιμόρφωσης τον Ιούνιο του 2006 πραγματοποιείται σε τέσσερα επιμορφωτικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο) και απευθύνεται κυρίως στους σχολικούς συμβούλους και εκπαιδευτικούς που επιλέγονται για να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές στην επόμενη φάση της επιμόρφωσης. Το μοντέλο που υιοθετείται είναι ένα τριήμερο σεμινάριο των εκπαιδευτικών 20 ωρών στο σύνολο των νέων εγχειριδίων όλων των μαθημάτων.
Η τελευταία φάση περιλαμβάνει την επιμόρφωση του συνόλου των εκπαιδευτικών για 15 ώρες σε επτά διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Για τα τρία νέα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας αναλογεί ένα μόνο δίωρο και η όλη διαδικασία περιορίζεται στην απλή παρουσίαση του νέου υλικού χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση σε ζητήματα μεθόδου και περιεχομένων.

Σε όλη τη διαδικασία της επιμόρφωσης το εγχειρίδιο ιστορίας για τη στ δημοτικού απολαμβάνει την καθολική εκτίμηση από πλευράς σχολικών συμβούλων και εκπαιδευτικών. Η παρουσίαση των επιστημολογικών και παιδαγωγικών αρχών του νέου εγχειριδίου από τα ίδια τα μέλη της συγγραφικής ομάδας σε πολλές εκπαιδευτικές περιφέρειες της χώρας υπογραμμίζει την αναγκαιότητα μιας πιο «αυθεντικής» και ουσιαστικής επιμόρφωσης που θα έπρεπε να είχε δρομολογηθεί.
Εξ αρχής προσδιορίζονται τα θετικά στοιχεία που φέρει το νέο εγχειρίδιο στην ιστορική εκπαίδευση με την υιοθέτηση της νέας διδακτικής μεθόδου, την ανανέωση του περιεχομένου, την τυπογραφική αρτιότητα, τη σημαντική συνεισφορά του βιβλίου εκπαιδευτικού σε θέματα διδακτικής αλλά και οργάνωσης όλης της διδακτικής διαδικασίας, τη νέα αντίληψη και αξιοποίηση του τετραδίου εργασιών. Οι πρώτες τοποθετήσεις των εκπαιδευτικών κινούνται στην κατανόηση του νέου μεθοδολογικού κανόνα που για πρώτη φορά υιοθετείται στο ελληνικό πρωτοβάθμιο σχολείο. Οι ελάχιστες ενστάσεις που καταγράφονται σχετίζονται με ζητήματα οργάνωσης, διευθέτησης και αξιοποίησης της νέας μεθοδολογικής προσέγγισης, που ενώ συμφωνούν ότι αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά πλεονεκτήματα του νέου εγχειριδίου, εκφράζουν τις απορίες τους για την αποτελεσματικότητά της και καταγράφουν τη δυσκολία στην αποδοχή ενός νέου «παραδείγματος», εξαιτίας της μακρόχρονης έκθεσής τους σε παραδοσιακά ιστοριογραφικά και παιδαγωγικά σχήματα διδασκαλίας και μάθησης. Τα αρνητικά σχόλια για σημεία του περιεχομένου είναι ελάχιστα καθώς η πλειονότητα των εκπαιδευτικών πείθεται για την αναγκαιότητα ανάδειξης νέων ιστορικών θεμάτων και την υιοθέτηση των σύγχρονων ιστοριογραφικών προσεγγίσεων. Ταυτόχρονα, η επιστημονική ιστορική κοινότητα, στη μεγάλη πλειονότητά της, υποδέχεται θετικά την προσπάθεια ανανέωσης της σχολικής ιστορίας, που μετασχηματίζει γόνιμα τις διαδικασίες διδασκαλίας και μάθησης με τα πορίσματα της ιστοριογραφίας και της διδακτικής της ιστορίας.

Και ενώ αυτά συμβαίνουν στον ευρύτερο εκπαιδευτικό χώρο, όπου οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους στο νέο εκπαιδευτικό σκηνικό της σχολικής ιστορίας, και η επιστημονική κοινότητα να αρθρώσει τον αναγκαίο κριτικό λόγο, ξεκινά η προσπάθεια αυτόκλητων υπερασπιστών του έθνους, της φυλής και της θρησκείας από διαφορετικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους που συγκλίνουν σε κοινό στόχο. Κύριο μέλημα αυτής της πολυποίκιλης και ετερόκλητης κίνησης είναι να αποφευχθεί η διατάραξη της στασιμότητας της ιστορικής εκπαίδευσης με μια, αποστεωμένη επιστημονικά, εμμονή στην «μοναδική» αλήθεια των πραγμάτων.
Η δημόσια διαμάχη που ξεσπά απομακρύνει το διάλογο από το θεσμικό πλαίσιο αναφοράς σε ό,τι αφορά τη συγγραφή και την αξιολόγηση ενός σχολικού εγχειριδίου ιστορίας και φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των πολέμων των εγχειριδίων ιστορίας που εξελίσσονται τα τελευταία χρόνια σε πολλές άλλες χώρες.
Οι «πόλεμοι» των εγχειριδίων ιστορίας είναι συχνό φαινόμενο, γεγονός που αναφέρεται και επιβεβαιώνει με περίτρανο τρόπο από τη μια τον επίδικο χαρακτήρα του ιστορικού παρελθόντος, και από την άλλη αναδεικνύει την προνομιακή θέση της ιστορικής και εν γένει εκπαίδευσης για την άσκηση πολιτικής.
Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας συγκεντρώνουν την προσοχή καθώς χειρίζονται τις έννοιες του έθνους, του φύλου, της φυλής συμμετέχουν στη διαμόρφωση της εικόνας του εαυτού και του «άλλου» και επιδρούν καθοριστικά στη συγκρότηση ταυτότητας. Αποτελούν αντικείμενα σχολικής χρήσης και ταυτόχρονα κοινωνικού ενδιαφέροντος και κριτικής ως προς τις ιδιότητες και τη στοχοθεσία που προβάλλουν.
Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των δημόσιων συγκρούσεων, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, είναι η διεκδίκηση και οικειοποίηση της ιστορικής συλλογικής μνήμης, ως απαραίτητης συνθήκης στην προοπτική διαμόρφωσης και παγίωσης της εθνικής ταυτότητας. Με τον τρόπο αυτό η ιστορία εκλαμβάνεται ως μια μονοδιάστατη αμετακίνητη «αντικειμενική» αλήθεια που θα πρέπει να μεταφερθεί και να «επιβληθεί».
Η παρουσίαση του εγχειριδίου εκλαμβάνεται ως ένα σύνολο γνώσεων που πρέπει να απομνημονευθεί, και που θα πρέπει τελεσίδικα να αποφανθεί για το καλό και για το κακό, την αλήθεια ή το ψέμα. Με αυτό τον τρόπο, το εγχειρίδιο καθιερώνεται στα μάτια παιδιών και εκπαιδευτικών ως ένα «ιερό» βιβλίο που ενδύεται την αυθεντία, δεν επιδέχεται παρεκκλίσεις και δεν αφήνει χώρο σε διάλογο με τον τρόπο που η σχολική τάξη μπορεί να τον διεξάγει.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική εκπαιδευτική πολιτική αυτή κυριαρχείται από την παρωχημένη πρακτική του μοναδικού εγχειριδίου ανά μάθημα και τάξη και είναι εμφανής η αδράνεια που παρατηρείται στην υιοθέτηση των νέων επιστημονικών δεδομένων τόσο στη διαμόρφωση του περιεχομένου, όσο και στην ακολουθούμενη μεθοδολογική προσέγγιση. Σημαντικός πόλος ενδιαφέροντος παραμένει το περιεχόμενο της ιστορικής εκπαίδευσης και το αξιακό-ιδεολογικό του φορτίο. Σε αυτήν την κατεύθυνση παραμένουμε προσηλωμένοι στη φρονηματιστική διάσταση του μαθήματος, από την οποία έχει προ πολλού απομακρυνθεί η σχολική ιστορία στον διεθνή χώρο.
Οι σημαντικές αλλαγές στο χώρο της ιστοριογραφίας, οι γενικότερες επιστημολογικές τροποποιήσεις στο χώρο της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής και της κοινωνιολογίας, αλλά και σημαντικά κοινωνικά φαινόμενα έχουν διαμορφώσει νέες διδακτικές προσεγγίσεις της σχολικής ιστορίας. Η συμμετοχική διαδικασία στη διακίνηση ιδεών και όχι η υιοθέτηση μιας αποκαλυπτικής ιστορικής γνώσης, αλλάζει εντελώς τις πρακτικές και τις λειτουργίες της σχολικής τάξης. Η δημιουργία αυτού του νέου παιδαγωγικού κλίματος δημιουργεί αμηχανία και προβλήματα που δεν σχετίζονται τόσο με την αποδοχή του νέου μεθοδολογικού κανόνα, όσο με την απομάκρυνση από το προηγούμενο.
Η έντονη κριτική που δέχεται το εγχειρίδιο ιστορίας για τη στ΄ δημοτικού περιορίζεται στα ζητήματα περιεχομένου και της συγκρότησης της «κατάλληλης» ιστορικής ύλης. Κατάλληλη ιστορική ύλη σύμφωνα με κριτήρια που δεν στηρίζονται σε εμπεριστατωμένη επιστημονική θεώρηση, αλλά σε στερεότυπα και μύθους, που μαρτυρούν την ιδεολογική αφετηρία αυτής της κριτικής. Το εγχειρίδιο ενώ παρακολουθεί το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, προσπαθεί όχι μόνο να καλύψει την προβλεπόμενη ιστορική ύλη, αλλά και να ανταποκριθεί στη μεθοδολογική και εννοιολογική προσέγγιση της ιστορικής γνώσης. Σύμφωνα με το νέο μεθοδολογικό κανόνα που εισάγει, δίνεται έμφαση όχι μόνο στην απόκτηση της ιστορικής γνώσης, αλλά στην κατανόησή της. Σε αυτή την προοπτική η καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης και γενικότερα της κριτικής σκέψης των παιδιών εμποδίζει τις όποιες κυρίαρχες απόψεις, οι οποίες προσπαθούν άκριτα να κυριαρχήσουν.

Από τις αρχές του 2006, μετά την πρώτη φάση επιμόρφωσης-παρουσίασης των νέων εγχειριδίων στους σχολικούς συμβούλους και την ανάρτηση της ηλεκτρονικής μορφής τους στον ιστότοπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, αρχίζουν και τα πρώτα δημοσιεύματα στον τύπο. Οι πρώτες αναφορές αρκούνται στην παρουσίαση των νέων σχολικών εγχειριδίων αναδεικνύοντας ζητήματα που σχετίζονται με τα επιμορφωτικά προγράμματα που θα πρέπει να εκπονηθούν, τις δυσκολίες που θα προκύψουν με την ταυτόχρονη αντικατάσταση του συνόλου των παλαιών εγχειριδίων, τις νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις που υιοθετούνται.
Τα βασικά στοιχεία της κριτικής που ασκείται για ένα ολόκληρο χρόνο στο νέο εγχειρίδιο ιστορίας για τη στ δημοτικού, κινούνται εκτός του σύγχρονου ιστοριογραφικού πλαισίου και του διεπιστημονικού πεδίου της διδακτικής της ιστορίας και εκφράζονται κυρίως από εξωσχολικούς φορείς. Προσωπικές αιχμές, ειρωνείες, ύβρεις, αμφισβητήσεις της επιστημονικής γνώσης και της διδακτικής εμπειρίας των μελών της συγγραφικής ομάδας αποτελούν τα κύρια επιχειρήματα της πολεμικής που εξαπολύεται εναντίον του εγχειριδίου. Άνθρωποι που δεν μπήκαν καν στον κόπο να διαβάσουν(μελετήσουν;) το συνολικό εκπαιδευτικό πακέτο, που το διάβασαν επιλεκτικά, που απομόνωσαν εσκεμμένα σημεία, τα απομάκρυναν από το γενικότερο εκπαιδευτικό πλαίσιο διδασκαλίας και μάθησης που διαμόρφωνε η αξιοποίηση του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού υλικού. Διατυπώνονται απόψεις που τεκμηριώνονται σε αποσπασματικά επιλεγμένα σημεία, και υπογραμμίζουν μια ιδεοληπτική αντιμετώπιση της ιστορικής «αλήθειας», αναδεικνύοντας την αντιπαλότητα που προσπαθεί να διαιωνίζεται σε ζητήματα του πρόσφατου ιστορικού μας παρελθόντος.

Οι πρώτες αντιφατικές κρίσεις παιδαγωγικού χαρακτήρα αμφισβητούν τη νέα μεθοδολογική προσέγγιση που εγκαινιάζει το εγχειρίδιο στο πρωτοβάθμιο σχολείο. Κρίσεις που αναφέρονται στο γνωστό μοτίβο της αντιληπτικής ικανότητας και νοητικής ωριμότητας των παιδιών της συγκεκριμένης ηλικίας και συμβαδίζει με τα κυρίαρχα, μέχρι πρότινος, πορίσματα της γνωστικής ψυχολογίας που χαρακτήριζαν το μάθημα της ιστορίας ως μια πράξη μεταβίβασης ενός γλαφυρού αφηγηματικού ιστορικού λόγου που περιορίζεται στη χρονολογική παράθεση γεγονότων, ονομάτων και ημερομηνιών.
Η προσήλωση στην άκριτη απόκτηση γνώσεων και η εμμονή στη δηλωτική ιστορική γνώση δεν επιτρέπει την προσέγγιση της διαδικαστικής και εννοιολογικής ιστορικής γνώσης, με αποτέλεσμα η όλη εκπαιδευτική διαδικασία να αφυδατώνεται από τις δασκαλοκεντρικές και βιβλιοκεντρικές προσεγγίσεις που προκρίνονται. Δεν πείθονται και δεν θέλουν να πεισθούν από την εμπεριστατωμένη ανάπτυξη της νέας μεθοδολογικής διαδικασίας που μετατρέπει τα υποκείμενα μάθησης σε ενεργά μέλη της εκπαιδευτικής πράξης. Η εισαγωγή του ιστορικού υλικού προς διαπραγμάτευση στην προοπτική διαμόρφωσης ενός αυθεντικού μαθησιακού περιβάλλοντος δεν αρέσει καθώς η παραπάνω διαδικασία είναι ανοικτή σε ζητήματα ερμηνείας και παραγωγής νοήματος, στοιχεία που δεν συνάδουν με την παγιωμένη φρονηματιστική αντίληψη. Τα κριτήρια επιλογής του ιστορικού υλικού τα οποία αναφέρονται ρητά δεν ικανοποιούν και ανιχνεύουν δόλιες προθέσεις και στόχους που απομακρύνουν από τη συγκρότηση και καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης, που περίτρανα διατυμπανίζουν ότι στοχεύει η σχολική ιστορία, σε αντίθεση με τα εκφρασμένα εκπαιδευτικά κείμενα.
Συχνά αναφέρουν ότι το νέο εγχειρίδιο οδηγεί σε ιμπρεσιονιστική και αποσπασματική ιστορική γνώση, αναφέρουν και προτείνουν πολύ περισσότερα ιστορικά γεγονότα και προοπτικές που θα έπρεπε να περικλείονται και αυτοαναιρούνται όταν θυμούνται το είδος του εγχειριδίου και το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
Οι επικλήσεις ενός συνεχούς και πιο μακροσκελούς αφηγηματικού λόγου τους φέρνει αντιμέτωπους με την παλαιά αντίληψη των εγχειριδίων και παιδαγωγικές πρακτικές που ταυτίζονται με τους παραδοσιακούς ρόλους των συμμετεχόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Εκλαμβάνουν κάθε ιστορική πηγή ως αυτόνομη οντότητα και εμμένουν στο πληροφοριακό της υλικό ως τελεσίδικη μορφή γνώσης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη μεθοδολογικά ζητήματα που σχετίζονται με τις διαφορετικές οπτικές και προοπτικές του ιστορικού παρελθόντος και αποτρέπουν από τις αναγκαίες ερμηνευτικές διαδικασίες.
Ομιλούν με περισσή ευκολία για την αλλοίωση της ιστορικής γνώσης και αλήθειας ταυτίζοντας την ιστορική επιστήμη με την ιστορική κληρονομιά και μνήμη, χωρίς να αναζητούν βαθύτερα τις συνθήκες και τους τρόπους διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης.
Στην κατεύθυνση των πολλαπλών παγκοσμιοποιημένων φαινομένων ανιχνεύουν όψεις μιας διαπλανητικής συνωμοσίας εναντίον κάθε εθνικού ιστού και χώρου. Αποφαίνονται για προσπάθειες παραπλάνησης, απόκρυψης και ωραιοποίησης του ιστορικού παρελθόντος κάθε φορά που οι ιστορικές πληροφορίες δεν συμβαδίζουν με την εννοούμενη συλλογική μνήμη που συχνά έρχεται σε ανοικτή διάσταση με τον τεκμηριωμένο επιστημονικό λόγο. Μύθοι, ιδεολογικά και κυρίως ιδεοπληπττικά σχήματα κατακλύζουν την έννοια του παρελθόντος που συγκροτούν και νιώθουν να βάλλονται όταν κάποια από αυτά αντιφάσκουν και δεν οδηγούν σε σαφή (γνωστά) συμπεράσματα.
Φέρνουν στο προσκήνιο όρους όπως «νέα τάξη», «πολιτικώς ορθό», «νεοραγιαδισμός» με συχνά και πολλαπλά νοητικά άλματα και ιδεοληπτικά προσληπτικά σχήματα διαμορφώνουν τον πυρήνα των ενστάσεων γύρω από σημαντικά ιστορικά θέματα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας, υποδεικνύοντας τη σωστή, «εθνικώς ορθή» διδακτική προσέγγιση.
Ένας σημαντικός, ίσως ο σημαντικότερος, άξονας κριτικής που γρήγορα εξελίσσεται σε πολεμική εναντίον του εγχειριδίου προέρχεται και διαμορφώνεται στους κόλπους της Εκκλησίας που επιτίθεται εναντίον του εγχειριδίου καθώς αυτό δεν αναδεικνύει και δεν υπογραμμίζει «δεόντως» το ρόλο της Εκκλησίας σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα του εθνικού παρελθόντος με ιδιαίτερη αναφορά στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και προδιαγράφει τις κινήσεις που θα ακολουθήσουν.
Λίγο μετά το τέλος της δεύτερης επιμορφωτικής φάσης κάνουν την εμφάνισή τους στο διαδίκτυο οι πρώτες αντιδράσεις που περιλαμβάνουν ένα συνονθύλευμα ιδεοληπτικών απόψεων περί εκσυγχρονισμού, νέας τάξης πραγμάτων και αφελληνισμού, με κύριο αίτημα και συνισταμένη πρόταση την παραμονή στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων σε ό,τι αφορά την προσέγγιση του παρελθόντος και την εμμονή στο πεπαλαιωμένο πλαίσιο της σχολικής ιστορίας.

Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς οι «διαφωνούντες» επανακάμπτουν και με προεξάρχοντα τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο βάλλουν εναντίον του εγχειριδίου που έρχεται να «αλλάξει» την ιστορία, που δε σέβεται τη συλλογική μνήμη, που οδηγεί στη λήθη και σε «ιστορική λοβοτομή». Τη σκυτάλη παίρνουν τηλεοπτικές εκπομπές που προβάλλουν τις αντιθέσεις και κυρίως τους «πύρινους», από άμβωνος, λόγους του αρχιεπισκόπου και πολιτικών του συντηρητικού χώρου που ταυτίζονται με την υπεράσπιση των ιερών και των οσίων του περιούσιου ελληνικού έθνους. Η κριτική δεν εστιάζει στο ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά με ποικίλα κοσμητικά επίθετα βάλλει εναντίον των συγγραφέων ως εχθρών των εθνικών θέσεων, που απεμπολούν την ιστορική αλήθεια σε σκοτεινά κέντρα που επιβουλεύονται το μέλλον της ευρύτερης περιοχής.
Οι πρώτες ουσιαστικές κριτικές που αρθρώνονται από την επιστημονική κοινότητα φέρνουν θετικά στοιχεία στον αναγκαίο διάλογο που θα πρέπει να διεξαχθεί στην προοπτική αποτίμησης του νέου εγχειρήματος και καταδεικνύουν τους όρους της δημόσιας διαβούλευσης. Οι φωνές αυτές δεν αρκούν καθώς οι αντίπαλες κραυγές με συνθηματολογικό και δημαγωγικό τρόπο προσπαθούν να διαμορφώσουν άποψη εκ των προτέρων για λογαριασμό της κοινής γνώμης. Οι προσωπικές ύβρεις, οι ατιμωτικές προσφωνήσεις και τα «πύρινα» λιβελογραφήματα προεξοφλούν την έκβαση ενός «δίκαιου αγώνα», εναντίον όλων εκείνων που κινούνται εκτός της «κοινής» εθνικής λογικής. Το δικαίωμα της επιστημονικής και εκπαιδευτικής κοινότητας να διεξάγει έναν «υγιή» διάλογο σε ζητήματα του ιστορικού παρελθόντος και κυρίως στη διαμόρφωση άποψης για την ιστορική εκπαίδευση στο σχολικό χώρο καταπατείται, εξοβελίζεται υπό την πίεση εξεύρεσης πολιτικής λύσης. Η θεσμική πορεία της όλης διαδικασίας κλονίζεται υπό το βάρος της «λαϊκής» αγανάκτησης που προσπαθεί να εκφραστεί και να πιέσει με τη συγκέντρωση υπογραφών και την κατάθεση απόψεων, κυρίως στο χώρο του διαδικτύου. Με αιχμή τον ηλεκτρονικό ιστότοπο «Αντίβαρο» ξεκινά την 1/12/2006 η συλλογή υπογραφών των διαφωνούντων που ζητούν την άμεση απόσυρση του εγχειριδίου. Από τότε το «Αντίβαρο» φιλοξενεί, με περισσή οργάνωση, το σύνολο των καταγγελιών, λιβελογραφημάτων και άρθρων και αναλαμβάνει «δράση» προς την κατεύθυνση των εκπαιδευτικών, πολιτικών και θεσμικών προσώπων και ευρύτερα της κοινής γνώμης. Η θέση της πολιτικής ηγεσίας να διαφυλάξει το θεσμικό πλαίσιο συγγραφής και αξιολόγησης των σχολικών εγχειριδίων εξοργίζει περισσότερο τους «διαφωνούντες» που με μπαράζ επερωτήσεων στη Βουλή, εκδηλώσεων και δημοσιευμάτων προσπαθούν να αναδείξουν το θέμα σε μέγιστο πολιτικό ζήτημα. Το σχολικό εγχειρίδιο και οι πολεμικές εναντίον του πολλαπλασιάζονται και κατακλύζουν την καθημερινή επικαιρότητα καταλαμβάνοντας σημαντικό μερίδιο τόσο στο γραπτό όσο και στον ηλεκτρονικό Τύπο.
Η κοινή συνέντευξη Τύπου των εκπροσώπων των ιστορικών επιστημονικών περιοδικών «Τα Ιστορικά», «Ιστορείν», «Μνήμων», «Ελληνική Επιθεώρηση πολιτικής επιστήμης» και «Σύγχρονα Θέματα» την 6/3/2007, έρχεται να υπερασπισθεί το δικαίωμα της επιστημονικής έρευνας και δημοσίευσης, αντικρούει το κύμα της ανεύθυνης και δημαγωγικής κριτικής εναντίον του ιστορικού εγχειριδίου και των συγγραφέων του και θέτει εκ νέου τους όρους της ανοικτής δημόσιας διαβούλευσης. Ταυτόχρονα, η συνέντευξη τύπου διαμορφώνει το δεύτερο πόλο της αντιπαράθεσης, εξέλιξη απαραίτητη για την ‘μιντιοποίησή’ της διαμάχης. Στο εξής τα κανάλια, θα τους αναζητούν απεγνωσμένα ως τον αντίπαλο λόγο στις εργολαβίες της μνήμης που κατακλύζουν το δημόσιο χώρο. Το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού γίνεται το πεδίο μιας πολιτισμικής αντιπαράθεσης που το υπερβαίνει και ταυτόχρονα προσδιορίζει αποφασιστικά την τύχη του στα σχολεία.  
Σε ότι το αφορά παγιώνονται δυο θέσεις. Η πρώτη απαιτεί –μερικές φορές εν μέσω ακροτήτων που οδηγούν ακόμα και στη δημόσια πυρά- την απόσυρση του εγχειριδίου από τα σχολεία- και η άλλη την παραμονή του και την ένταξή του στη διαδικασία αξιολόγησης που έχει ήδη εξαγγείλει το Υπουργείο Παιδείας. Υπέρ της δεύτερης θέσης συγκεντρώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα 500 υπογραφές ιστορικών κυρίως επιστημόνων αλλά και εκπαιδευτικών.
Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας επιμένει στη θεσμική διευθέτηση του ζητήματος και καταφεύγει στη λύση της κρίσης του εγχειριδίου από την Ακαδημία Αθηνών. Μετά τις συνεχείς και εντεινόμενες αντιδράσεις, που αναφέρονται κυρίως στο περιεχόμενο του εγχειριδίου, η συγγραφική ομάδα αναλαμβάνει, ενόψει της δεύτερης έκδοσής του για την επόμενη σχολική χρονιά (2007-2008) να απαλλάξει το εγχειρίδιο από αβλεψίες, να επαναδιατυπώσει σημεία που δημιουργούν ασάφειες και παρανοήσεις λαμβάνοντας υπόψη τις γόνιμες παρατηρήσεις της εκπαιδευτικής και επιστημονικής κοινότητας.

Η αναθεωρημένη β΄ έκδοση του εγχειριδίου κατατίθεται, στα μέσα Μαΐου 2007, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το οποίο εκφράζει τις επιφυλάξεις του σε επιμέρους ζητήματα και μετά τις παρατηρήσεις που διατυπώνει κατατίθεται από τη συγγραφική ομάδα η τελική εκδοχή του αναθεωρημένου εγχειριδίου στις αρχές Ιουνίου 2007. Ακολουθεί η δημοσιοποίηση των αποφάσεων της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου παιδείας στις αρχές Αυγούστου, για την εκτύπωση της δεύτερης έκδοσης και την αξιολόγηση του εγχειριδίου από την εκπαιδευτική κοινότητα. Μετά τις απαραίτητες προεκτυπωτικές εργασίες που γίνονται με ευθύνη της συγγραφικής ομάδας, αποστέλλονται, στις 20 Αυγούστου 2007, στον ΟΕΔΒ η τελική ηλεκτρονική μορφή του εγχειριδίου και τα τυπογραφικά φιλμ για τη συνέχιση της διαδικασίας εκτύπωσης και βιβλιοδεσίας. Εν αναμονή της κυκλοφορίας του εγχειριδίου, μεσολαβούν οι εκλογές (16/9/2007) και η νέα η ηγεσία του υπουργείου παιδείας που προκύπτει, υποχωρεί από τις δεσμεύσεις της προηγούμενης ηγεσίας, σε πλήρη αντίφαση με τις διαβεβαιώσεις της κυβερνητικής πολιτικής ηγεσίας προεκλογικά. Ζητείται εκ νέου η έγκριση του εγχειριδίου από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, του εγχειριδίου που ήδη είχε προκρίνει και εγκρίνει ομόφωνα, και αυτή τη φορά η υπαναχώρηση του Ινστιτούτου εξομοιώνεται με την προβλεπόμενη αξιολόγηση που θεσμικά θα γινόταν από την ίδια την εκπαιδευτική κοινότητα στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης και επιστημονικά τεκμηριωμένης διαδικασίας αξιολόγησης του συνόλου των σχολικών εγχειριδίων. Η ανακοίνωση της απομάκρυνσης του εγχειριδίου από τις σχολικές τάξεις, την 25 Σεπτεμβρίου 2007, σηματοδοτεί ένα σοβαρό θεσμικό και πολιτικό ολίσθημα αποσύροντας το μόνο εγκεκριμένο, μέσα από νόμιμες και διαφανείς διαδικασίες, αποκλείοντας τους εκπαιδευτικούς από την αξιολόγησή του, υποχωρώντας σε ακραίες και ανεύθυνες προτροπές.

Η β΄ έκδοση του βιβλίου ιστορίας που βρέθηκε στο επίκεντρο μιας μεγάλης δημόσιας διαμάχης για την ιστορία, τη μνήμη και την εθνική ταυτότητα, εκδίδεται τελικά το Φεβρουάριο του 2008, από τον εκδοτικό οίκο «Βιβλιόραμα», για να μπορεί να μελετηθεί και να κριθεί, να κατακριθεί ενδεχομένως, όχι μόνον για ό,τι συμβολίζει αλλά και για ό,τι πραγματικά είναι. Εκδίδεται επίσης για να μπορεί να αξιοποιηθεί, συμπληρωματικά έστω, στη διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο και να εκπληρώσει μ' αυτό τον τρόπο το σκοπό της συγγραφής του. Εκδίδεται, τέλος, για να αντισταθεί στην αυθαιρεσία της απόσυρσής του και να δικαιωθεί ως πνευματικό προϊόν που δικαιούται να κυκλοφορεί ελεύθερα.

Αρμόδιος Τσιβάς
Μέλος της συγγραφικής ομάδας του εγχειριδίου

Υποσημείωση

Υπεύθυνος για το μάθημα ιστορίας στο δημοτικό σχολείο ήταν την εποχή της συγγραφής του βιβλίου αλλά και κατά την περίοδο της διαμάχης ο κ. Γιάννης Παπαγρηγορίου, δάσκαλος,  με μεταπτυχιακές σπουδές στη γλώσσα και μέλος των συγγραφικών ομάδων που συνέγραφαν με ανάθεση τα προηγούμενα βιβλία της ιστορίας. Ο κ. Παπαγρηγορίου άλλαξε πολλές θέσεις για την καταλληλότητα του βιβλίου. Εμφανίστηκε και ως υπέρμαχος και ως πολέμιος.

 

Go to top